αναποδοβολώ

αναποδοβολώ
(-άω και -έω)
στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + -βολώ < -βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”